- σκοτοδινίασις
- σκοτοδῑν-ίᾱσις, εως, ἡ,= foreg., Ecphant. ap. Stob.4.7.64 (pl.), Poll.2.41, 4.184.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτοδινίασις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτοδινιάσει — σκοτοδινίασις fem nom/voc/acc dual (attic epic) σκοτοδινιάσεϊ , σκοτοδινίασις fem dat sg (epic) σκοτοδινίασις fem dat sg (attic ionic) σκοτοδῑνιά̱σει , σκοτοδινιάω suffer from dizziness aor subj act 3rd sg (attic epic doric) σκοτοδῑνιά̱σει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτοδινιάσεις — σκοτοδινίασις fem nom/voc pl (attic epic) σκοτοδινίασις fem nom/acc pl (attic) σκοτοδῑνιά̱σεις , σκοτοδινιάω suffer from dizziness aor subj act 2nd sg (attic epic doric) σκοτοδῑνιά̱σεις , σκοτοδινιάω suffer from dizziness fut ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτοδινίασιν — σκοτοδινίασις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτοδινίαση — η / σκοτοδινίασις, άσεως, ΝΑ [σκοτοδινιῶ] σκοτοδινία, σκοτοδίνη … Dictionary of Greek
σκοτοδινιάσεως — σκοτοδινιάσεω̆ς , σκοτοδινίασις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτοδινιάσῃ — σκοτοδινιάσηι , σκοτοδινίασις fem dat sg (epic) σκοτοδῑνιά̱σῃ , σκοτοδινιάω suffer from dizziness aor subj mid 2nd sg (attic doric) σκοτοδῑνιά̱σῃ , σκοτοδινιάω suffer from dizziness aor subj act 3rd sg (attic doric) σκοτοδῑνιά̱σῃ , σκοτοδινιάω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)